Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Για 'κείνο το παιδί..

Έμαθα, ένιωσα, έζησα κι αγάπησα,
μαγεύτηκα, πήρα, σκάρωσα, μοιράστηκα,
φώναξα, χτύπησα, τα όμορφα δε μαγάρισα
χάρισα, γλέντησα κι ακόμα δε κουράστηκα....



Παραγωγή, στίχοι και παρουσίαση:B.D.FOXMOOR

Mε γονάτισαν καναν και το σταυρό τους
όλοι εκείνοι οι κοντινοί, που όταν πόναγα λείπαν.
Με σύραν δήθεν μπροστά στον άκακο θεό τους
και να ζητήσω συγνώμη πολλές φορές μου είπαν.
Για να ξεχάσω τη ντροπή τους μοναχός σκεφτόμουν
των ακολάκευτων αγίων τη βαριά μοναξιά
κι όσο με πίεζαν, τόσο κι εγώ αρνιόμουν
να πιω απ΄το «αίμα των αιώνων» ρουφηξιά.


Κι έτσι αδούλευτο με στείλαν με το ζόρι σχολείο
Εκεί το ψέμα, το μόνο έμοιαζε πέρασμα.
Έκανα φίλο μου ένα ξύλινο μαύρο θρανίο,
της φαντασίας μου τόπο φωτεινό και ξέχασμα
κι έτσι αδούλευτο με είχανε χρόνια γύρω τους,
ένα αλητάκι άμυαλο που σε σειρά θα το βάζαν
οι σόφρωνες, που φοβόντουσαν τον ίσκιο τους
όσο μεγάλωνα , τόσο τρομάζαν

Έτσι που λες, εγώ ο ανεπαρκής νεανίσκος,
ξεπανωφόρετος, καλωσόριζα χειμώνες,
στα αγριοκαίρια πάντα βρισκόταν ένας «θρήσκος
θεραπευτής», να μου προτείνει «κηδεμόνες».
Αυτοί οι «ακάθαρτοι» λοιπόν, με τις πιο βρώμικες σκέψεις,
χτυπούσαν με τη πάρτη μου ντουβάρι πάντα.
Είχα συχνά λοιπόν τέτοιου είδους επισκέψεις
και φρόντιζα να ‘μαι έτοιμος να κάνω καλά κουμάντα.
Πάνω που άντρευα λοιπόν, στην εφηβεία μου,
το σχολείο παράτησα και πήγα να δουλέψω.
Στους δρόμους γλύτωνα παρά την αφοβία μου
και στη ψυχή μου για τα καλά είπα να ψαχουλέψω.
Ντροπή μεγάλη μου τα δυο χρόνια στο στρατό,
ίσως η τελευταία συμφωνία με το τέρας
κι άκου, το πιο μεγάλο της ζωής μου χωρατό,
στα 25 είχα γίνει ήδη πατέρας.

Λοιπόν, τι θ’ άλλαζα, μη με ρωτάς
Σ’ αυτό το τόπο που με γέννησαν οι τύψεις.
Αν καταστάλαζα, ο φουκαράς,
ίσως να σκόνταφτα στις ίδιες αντιλήψεις.
Όσα θ’ αντάλλαζα, μη μου ζητάς
κι ούτε στιγμή όμως μη με συγκαλύψεις,
στα «βαθυγάλλαζα» ο μπεσαχτάς
είναι γεμάτος παραπαίδια της θλίψης.


Έφερα μετά, μοναχός μου, τα πάνω κάτω
κι όλα τα πρόσκαιρα ακυρώθηκαν μέσα μου.
Λευτερώθηκε απ’ όλα, το σκλαβωμένο νιάτο,
τα τριγύρω αρνήθηκα τα νιτερέσα μου.
Από το παρελθόν μου, έλυσα το μαγγάνεμα
κι ότι ίχνος μου ‘χε αφήσει κάθε βουβό τους πλάνεμα.
Απ’ τη βολή τους προτίμησα το ορφάνεμα,
καλοδεχούμενο της φωτιάς ξαναζωντάνεμα
Έμαθα, ένοιωσα, έζησα κι αγάπησα,
μαγεύτηκα, πήρα, σκάρωσα, μοιράστηκα,
φώναξα, χτύπησα, τα όμορφα δε μαγάρισα
χάρισα, γλέντησα κι ακόμα δε κουράστηκα.
Τολμάω να πω, τώρα που τα πενήντα ζυγώνω
ότι καλά έκαμα μικρός και δε τους πίστεψα.
Μέσα μου, τις θύμησες καλοκλειδώνω.
Άργησα, αλλά εκείνο το παιδί, το γνώρισα, το γήτεψα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου